- μεθοδικόν
- μεθοδικόςgoing to work by rulemasc acc sgμεθοδικόςgoing to work by ruleneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεθοδικός — ή, ό (Α μεθοδικός, ή, όν) [μέθοδος] αυτός που κάνει κάτι με μέθοδο, αυτός που εργάζεται ή ενεργεί με μέθοδο, ο συστηματικός («μεθοδικός ερευνητής») νεοελλ. μσν. (για πράγματα) αυτός που γίνεται με μέθοδο, με σύστημα («μεθοδική εργασία») αρχ. 1.… … Dictionary of Greek